- εποχή
- η (AM ἐποχή)1. το σημείο τού ουράνιου θόλου όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος στο ζενίθ τής τροχιάς του2. καθεμιά από τις τέσσερεις, ίσες κατά προσέγγιση, υποδιαιρέσεις τού έτουςνεοελλ.1. χρονική περίοδος με έντονα χαρακτηριστικά πολιτικά, πολιτιστικά κ.λπ. (α. «κλασική εποχή» β. «εποχή τής βιομηχανικής επανάστασης»)2. περίοδος κατά την οποία συμβαίνει ή επιτρέπεται κάτι και επανέρχεται περιοδικά («η εποχή τών βροχών, τού κυνηγιού»)3. φρ. α) «άφησε εποχή» — μνημονεύεται η δράση τουβ) «στην εποχή μου» — όταν ήμουν νέοςαρχ.1. σταμάτημα, διακοπή («ἐποχή σπέρματος», Γαλ.)2. (για στρατό) σύντομη ανακοπή τής εφόδου («συναγωγαὶ πάλιν μετ’ ἐποχῆς είς οὐλαμούς», Πολ.)3. παρεμπόδιση, απαγόρευση4. αναβολή πληρωμής5. επιβράδυνση, καθυστέρηση6. έλλειψη φωτός στη διάρκεια εκλείψεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω (επί + έχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα οχ- τής ρίζας εχ-. Η αρχική σημασία «συγκράτηση, ανάσχεση» εξελίχθηκε σε «στάση» προκειμένου περί τών αστέρων (το σημείο όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος αφού φθάσει στο ύψιστο τής τροχιάς του) και κατόπιν σε «θέση» τών ουρανίων σωμάτων. Κατόπιν ο όρος έλαβε χρονική σημασία αναφορικά προς τις θέσεις τών ουρανίων σωμάτων που καθορίζουν τις «εποχές» τού έτους, απ’ όπου μετά σήμανε απλώς την «εποχή»].
Dictionary of Greek. 2013.